τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυραννία — η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν [τύραννος] η εξουσία τού τυράννου, τυραννίδα νεοελλ. (κατ επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι… … Dictionary of Greek
τυραννίας — τυραννίᾱς , τυραννία tyrannous conduct fem acc pl τυραννίᾱς , τυραννία tyrannous conduct fem gen sg (attic doric aeolic) τυραννίᾱς , τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίαν — τυραννίᾱν , τυραννία tyrannous conduct fem acc sg (attic doric aeolic) τυραννίᾱν , τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τυραννίᾱν , τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννιῶν — τυραννία tyrannous conduct fem gen pl τυραννίζω take the part of tyrants fut part act masc nom sg (attic epic doric) τυραννιάω smack of tyranny pres part act masc voc sg τυραννιάω smack of tyranny pres part act neut nom/voc/acc sg τυραννιάω smack … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίην — τυραννία tyrannous conduct fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίης — τυραννία tyrannous conduct fem gen sg (epic ionic) τυραννιάω smack of tyranny imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek